άψαλτος

άψαλτος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν ψάλθηκε: Άψαλτο το 'χουν ακόμη το απολυτίκιο του αγίου.
2. εκείνος στον οποίο δεν ψάλθηκε η νεκρώσιμη ακολουθία: Οι νεκροί πλήθυναν τόσο που τους έθαβαν άψαλτους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άψαλτος — η, ο (Μ ἄψαλτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψαλεί 2. εκείνος που δεν του έχει ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, ο αδιάβαστος μσν. (για τόπο) αυτός στον οποίο δεν τελέστηκε λειτουργία, ο αλειτούργητος …   Dictionary of Greek

  • непѣтъ — (1*) пр. Не пропетый: и никтоже отъ васъ да не ѡстанеть. и ѡбрѧщетьсѧ правило непѣто. (ἄψαλτος) ФСт XIV, 118г. Ср. пѣтыи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Пападиамандис, Александрос — Александрос Пападиамандис греч. Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης …   Википедия

  • αμακάριστος — η, ο [μακαριστός] 1. αυτός που δεν μακαρίστηκε ή δεν είναι άξιος μακαρισμού 2. αυτός που θάφτηκε άψαλτος, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”